- ἡμίσευμα
- ἡμίσευμαa halfneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημίσευμα — ἡμίσευμα, τὸ (Α) [ημισεύω] το αποτέλεσμα τού ημισεύω, αυτό που διαιρέθηκε σε δύο ίσα μέρη, το ήμισυ … Dictionary of Greek
ἡμισευμάτων — ἡμίσευμα a half neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμισεύματα — ἡμίσευμα a half neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμισεύματος — ἡμίσευμα a half neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσευμα — μίσευμα, τὸ (Α) ημίσευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἡμίσευμα (< ἡμισεύώ), με σίγηση τού αρχικού άτονου η ] … Dictionary of Greek
ՀԱՍԱՐԱԿԱԾ — (ի, աւ.) NBH 2 0051 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 12c գ. ἠμίσευμα dimidium, media pars. Հասարակն կամ հասարակեալն, որպէս ընդմիջումն՝ այսինքն կէսն. կէս բաժինն. միջին վայրն կամ ժամանակն. ... *Զհասարակած որդւոցն իսրայէլի: Ի հասարակածէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)